-
1 πλαισιον
τό1) прямоугольник2) прямоугольный ящик Plut.3) воен. прямоугольная колонна, каре(τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Xen.; τὸ ἐν πλαισίῳ τεταγμένον στράτευμα Thuc.)
1 πλαισιον
(τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Xen.; τὸ ἐν πλαισίῳ τεταγμένον στράτευμα Thuc.)